Το παλαίφατο καλαμπακιώτικο ναΰδριο των αγίων Νικολάου και Αντωνίου: η σχέση του με τη μετεωρίτικη μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά και η ιστορική του πορεία (αʹ, βʹ & γʹ μέρος)...
Ενόψει της επικείμενης εορτής του θεμελιωτή του μοναχισμού αγίου Αντωνίου δημοσιεύουμε σήμερα το δεύτερο και τρίτο μέρος (παραθέτουμε ξανά —για λόγους ευκολίας πρόσβασης— και το πρώτο μέρος) της μελέτης μας για τον ναΐσκο αγίων Νικολάου και Αντωνίου Καλαμπάκας, στο οποίο θα εξετάσουμε την ιστορική πορεία του ναϋδρίου από την ίδρυσή του ως τις αρχές τού 17ου αιώνα.
Τα υπόλοιπα μέρη της εργασίας θα δημοσιευθούν εν ευθέτω χρόνω, καθώς η μελέτη είναι ακόμη εν εξελίξει...
δυτικότερα του μητροπολιτικού ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου, νότια των βράχων της Αϊάς, της Μικρής Αϊάς και των Συμπληγάδων,1 βρίσκεται το δισυπόστατο ναΰδριο των αγίων Νικολάου και Αντωνίου (39.71005, 21.62667).
«Σα να 'θελε να το κρύψει ανάμεσα στα βράχια τα μετεωρίτικα που κατρακύλησαν από κει ψηλά, πριν χιλιάδες χρόνια, κι είναι σωριασμένα στα βορεινά ακρώρεια της πολιτείας μας• κανείς δεν ξέρει ποιος κι ούτε πότε έχτισε εκεί το ξωκλήσι τούτο.»2
Είναι ένας μικρός δίδυμος3 και δίκογχος4 ναΐσκος, με εξωτερικές διαστάσεις και των δύο ναών 13 ✕ 11,5 μέτρων. Νοτίως συναντούμε το παλαιότερο από τα δύο εκκλησάκια, του αγίου Νικολάου, ενώ στα βόρεια βρίσκεται του αγίου Αντωνίου.
Είναι γνωστό πως το Αιγίνιον κατά την ελληνιστική εποχή6 και οι Σταγοί κατά την μεσαιωνική περίοδο7 περιβάλλονταν από τείχος.8
Κατά τη μακραίωνη αυτή περίοδο, υπήρχαν μέσα στην τειχισμένη πόλη αλλά και έξω απ' αυτή κάποια κτήρια που χρησίμευαν είτε ως στρατώνες και χώροι φύλαξης του στρατιωτικού οπλισμού και άλλου υλικού είτε ως φυλάκια–παρατηρητήρια. Από τον 14ο αιώνα Κ.Χ.9 και εξής και μέσα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας10 που ακολούθησε, πολλά απ' αυτά τα κτήρια, τα οποία ανήκαν στην πόλη και όχι σε ιδιώτες, μετατράπηκαν σε ναΰδρια ενώ άλλα καταπατήθηκαν από ιδιώτες κατοίκους.
Ως τέτοια κτήρια για την Καλαμπάκα και τη γύρω περιοχή θεωρούμε τα εκκλησάκια των αγίων Βασιλείου και Κωνσταντίνου (39.710051, 21.625551) καθώς και των αγίων Πάντων (39.709877, 21.628472) μέσα από το τείχος, του αγίου Γεωργίου Σοποτού (39.711007, 21.630220), του αγίου Δημητρίου (39.707976, 21.630602), του προφήτη Ηλία (39.701972, 21.618194) κ.ά. εκτός τού τείχους.
Επίσης, στη βορειοανατολική πλευρά του τείχους–καστρακίου (καστράκι→Καστράκι) που υπήρχε στη θέση 39.71433, 21.6238, ανάμεσα από τα βράχια Σουρλωτή, Χάλασμα και Πυξάρι, και χρησίμευε στη φύλαξη των διόδων προς Καλαμπάκα από το βορειοδυτικό μέρος της, στρατιωτικά βοηθητικά κτήρια πρέπει να ήταν ο σημερινός κοιμητηριακός ναός του αγίου Νικολάου (39.714035, 21.623752) όπως και το λεγόμενο κελί του Κωνστάντιου (39.714227, 21.625045).
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και εντεύθεν, καθώς η Θεσσαλία αλλά και ολόκληρη η Ελλάδα είχαν κατακτηθεί από τους οθωμανούς και δεν υπήρχε πλέον η ανάγκη για τέτοια αμυντικά συστήματα εντός της πόλης, το τείχος της Καλαμπάκας αφέθηκε να καταστραφεί και οι πέτρες του χρησιμοποιήθηκαν ως δομικό υλικό από τους κατοίκους για τα σπίτια τους, ενώ τα έρημα πλέον στρατιωτικά κτήρια μετατράπηκαν σε ναΰδρια.
Ένα τέτοιο κτήριο υποπτευόμαστε πως ήταν και ο σημερινός ναΐσκος των αγίων Νικολάου και Αντωνίου Καλαμπάκας.
Πώς όμως και γιατί επέλεξαν οι Καλαμπακιώτες τούς δύο αυτούς αγίους να τιμώνται στο συγκεκριμένο ναΰδριο;
Ας αναρωτηθούμε καταρχάς γιατί ο ναός τιμάται επ' ονόματι του αγίου Νικολάου, ενός αγίου κατεξοχήν ναυτικού.11 Σήμερα βέβαια ο άγιος Νικόλαος συνηθίζεται να τιμάται με ναούς σε όλη την Ελλάδα, όχι μόνο σε παραθαλάσσιες περιοχές. Πριν όμως από το 1621, που είναι η παλαιότερη γνωστή ημερομηνία ύπαρξης του καλαμπακιώτικου αυτού ναού, γνωστή από επιγραφή, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν ήταν και τόσο συνηθισμένο το γεγονός να τιμώνται εκκλησίες προς τιμήν του αγίου αυτού σε περιοχές μακριά από θάλασσα.
Το κλειδί για την απάντηση νομίζουμε πως βρίσκεται στην εξής παρατήρηση του μελετητή Τριαντάφυλλου Παπαζήση: «Το ταβάνι του ναού (αγίου Νικολάου Καλαμπάκας) είναι πανομοιότυπο με το ταβάνι του καθολικού της μονής του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά.»12
Αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που θα αναφέρουμε στη συνέχεια για τη σχέση των δύο εκκλησιαστικών καθιδρυμάτων. Θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει πως, όταν στις αρχές τού 18ου αιώνα —όπως θα δούμε παρακάτω— οι μοναχοί του Αναπαυσά φρόντισαν για την κατασκευή της ξύλινης φάτνωσης στο καθολικό της μονής τους, μερίμνησαν επίσης και για το ομώνυμο ναΰδριο στην Καλαμπάκα, στέλνοντας τους ίδιους μαστόρους και σ' αυτό, επειδή αυτό το τελευταίο αποτελούσε —ενδεχομένως— μετόχι τους (καθώς θα αναλύσουμε κατωτέρω) στην πόλη των Σταγών.13 Εξάλλου, έχουμε την σπάνια σύμπτωση να συνεορτάζουν στο ίδιο εκκλησιαστικό καθίδρυμα οι άγιοι Νικόλαος και Αντώνιος.
Οπότε, αν ο ναΐσκος του αγίου Νικολάου Καλαμπάκας δημιουργήθηκε εξ αρχής ώστε να τιμάται στο όνομα του ιδίου φερωνύμου αγίου με το καθολικό της μονής Αναπαυσά, το ερώτημα μετατίθεται: Τι δουλειά είχε στον στεριανό και μακριά από τη θάλασσα χώρο των Μετεώρων ο άγιος Νικόλαος;14
Όπως και πολλές άλλες μετεωρίτικες μονές,15 έτσι και η μετεωρίτικη μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά φαίνεται ότι πρωτοκατοικήθηκε από μοναχούς που πρότερα είχαν μονάσει σε αγιορείτικες μονές.16
Γνωρίζουμε ότι ο όσιος μεγαλομετεωρίτης Αθανάσιος είχε βρεθεί στο Άγιο Όρος «ἐν τῇ σκήτῃ τῇ λεγομένῃ Μαγουλᾶ»17 κι ότι εκεί κοντά υπήρχε «ναός τις τοῦ ἁγίου Νικολάου»,18 πιθανόν στην περιοχή που ασκήτευε η ηγετική μορφή του αγιορείτικου Ησυχασμού, ο όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης,19 και στην οποία αργότερα χτίστηκε η αγιορείτικη μονή Γρηγορίου «σεμνυνομένη ἐπ' ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Νικολάου».20
Στην ίδια αγιορείτικη περιοχή και λίγο δυτικότερα των προαναφερομένων υπήρχε μονύδριο με την επωνυμία Αναπαυσάς (!), το οποίο στα 1329 προσαρτήθηκε στη μονή Κουτλουμουσίου από μοναχό τού Αναπαυσά, τον Ισαάκ, που τότε κατείχε το εκκλησιαστικό αξίωμα του Πρώτου στο Άγιο Όρος (1316–1345).21 Όπως μάλιστα βλέπουμε σε σύγχρονο χάρτη η περιοχή αυτή ακόμη ονομάζεται Αναπαψία.
Συμπεραίνουμε λοιπόν πως λίγο μετά από την άφιξη του οσίου μεγαλομετεωρίτη Αθανασίου —που ανήκε στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτη22— στην περιοχή των Σταγών, κι άλλοι αγιορείτες από την ίδια περιοχή, γνωστοί ήδη του Αθανασίου από τη διαμονή του στο Άγιο Όρος, έφθασαν κι εγκαταστάθηκαν στα μετεωρίτικα βράχια. Κάποιοι στον βράχο του Καλλιστράτου,23 άλλοι αλλού κι άλλοι στον βράχο του Αναπαυσά, χτίζοντας αρχικά εκκλησία προς τιμήν του θεμελιωτή του μοναχισμού (και Ησυχασμού) Αγίου Αντωνίου24 και εν συνεχεία του αγίου Νικολάου, που έλαβε την προσωνυμία Αναπαυσάς, εξαιτίας της ομώνυμης αγιορείτικης μονής, από την οποία είχαν έρθει.25
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό των σχέσεων Μεγάλου Μετεώρου και Αναπαυσά πως στη «διαθήκη» του ο όσιος Αθανάσιος ζητά η εκλογή ηγουμένου στο Μεγάλο Μετέωρο να είναι σύμφωνη με τη γνώμη «τοῦ ἡγουμένου τοῦ Ἁγίου Νικολάου.»26
Κι έτσι το όνομα του προστάτη των θαλασσίων ταξιδιών αγίου Νικολάου, από το παραθαλάσσιο Άγιο Όρος έφθασε να τιμάται στα πολύ απέχοντα από τη θάλασσα Μετέωρα, κι από κει μέσα στην πόλη των Σταγών, συνδεόμενο στο δίδυμο εκκλησάκι της Καλαμπάκας και με το όνομα του θεμελιωτή του μοναχισμού αγίου Αντωνίου.27
Και πότε πρωτοανεγέρθηκε ο καλαμπακιώτικος ναός του αγίου Νικολάου; Στα 1621 που έχουμε την πρώτη μνεία σε επιγραφή εντός του ναού, στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω; Όχι, καθώς στα 1621 «ἀνεκαινίσθη» και φαίνεται πως τότε ήταν ήδη υπεραιωνόβιος!
Αρχές 16ου αιώνα: Ανέγερση ναϊδίου αγίου Νικολάου
Στις αρχές τού 16ου αιώνα μια σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα της Θεσσαλίας, που είχε σχέση με την μητρόπολη των Σταγών αλλά και με τη μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά, πρέπει να έπαιξε ρόλο στην ανέγερση28 του ναϋδρίου των αγίων Νικολάου και Αντωνίου Καλαμπάκας. Πρόκειται για έναν (ή περισσότερους) από τους άγιο Διονύσιο τον Ελεήμονα (μητροπολίτη Λαρίσης με έδρα τα Τρίκαλα), τον έξαρχο Σταγών Νικάνορα και τον έξαρχο και εν συνεχεία τοποτηρητή της μητροπόλεως Σταγών Βησσαρίωνα. Κι επειδή και οι τρεις σχετίζονταν με διάφορους τρόπους με τη μονή Αναπαυσά, ας παραθέσουμε εν συντόμω τη συνέχεια της ιστορικής πορείας του μοναστηριού αυτού κι ας δούμε τους λόγους ίδρυσης του καλαμπακιώτικου ναΐσκου ως επισκοπείου αλλά και ως μετοχίου τού Αναπαυσά.
Εκατό περίπου έτη μετά την έλευση των πρώτων μοναχών στον βράχο του Αναπαυσά, η μονή φαίνεται πως βρέθηκε σε παρακμή και ερήμωσε.29
Αργότερα, ανάμεσα στα έτη 1482 και 1486/87, όταν ο Νήφων Βʹ, ο μετέπειτα οικουμενικός πατριάρχης, ήταν μητροπολίτης Θεσσαλονίκης,30 ο Διονύσιος ο λεγόμενος Ελεήμων31 πρέπει να ήταν μητροπολίτης Λαρίσης32 (με έδρα τα Τρίκαλα). Στο χρονικό αυτό διάστημα (1482–1486/87) στάλθηκε στους «θεοφιλεστάτους ἐπισκόπους τοὺς ὑποκειμένους τῇ ἁγιωτάτῃ μητροπόλει Θεσσαλονίκης, τοὺς ἐντιμωτάτους κληρικούς (...) καὶ λοιπὸν τοῦ χριστωνύμου πληρώματος λαόν»33 ένα γράμμα34 «ζητείας» από κάποιον Άνθιμο, επίτροπο της μονής Αναπαυσά. Τους ζητά να δεχθούν τον προς αυτούς «ἐρχόμενον Ἰωάσοφον35 μοναχόν» του Αναπαυσά και να συμβάλουν οικονομικώς, γιατί το μοναστήρι του αγίου Νικολάου φαίνεται πως είχε «ἀπὸ πολλοῦ χρόνου καὶ καιροῦ ἐκαταφθαρεῖ καὶ βούλεται ἀνακαινίσαι πάλιν αὐτὸ καὶ ἀνεγεῖραι καὶ τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου Νικολάου.»36
Ο Διονύσιος Ελεήμων σε αγιογραφία του Θεοφάνη Στρελίτζα Μπαθά στον νάρθηκα της μονής Αναπαυσά.
Λίγα χρόνια αργότερα, προς το τέλος τού 15ου αιώνα ο άγιος (σήμερα) Διονύσιος ο Ελεήμων, επίσκοπος Λαρίσης,37 παραιτήθηκε από το αξίωμά του. «Μετά την παραίτησή του από τον μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας ο Διονύσιος φαίνεται ότι κατέφυγε, για να εγκαταβιώσει ως μοναχός, με προσευχή, άσκηση, ησυχία και γαλήνη, στη μονή Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά, της οποίας είχε αναδειχτεί νέος κτίτορας, με τις εργασίες εκ θεμελίων ανέγερσης του καθολικού της, που ανέλαβε και εξετέλεσε για την ψυχική του σωτηρία και για να εξασφαλίσει καταγώγιο ιερό και καταφύγιο ησύχιο σε όλους εκείνους που προτιμούν και επιλέγουν τον ισάγγελο και μονήρη βίο.»38
Μετά την κοίμησή του τη Μεγάλη Πέμπτη στις 28 Μαρτίου 1510,40 τις εργασίες αναστήλωσης του μοναστηριού συνέχισε ο έξαρχος Σταγών Νικάνωρ,41 που όσο ζούσε ο Διονύσιος πρέπει να ήταν «ἱεροδιάκονος», γι' αυτό έτσι αναγράφεται σε αγιογραφία του Θεοφάνη Στρελίτζα Μπαθά στον νάρθηκα του Αναπαυσά. Ο Νικάνορας πέθανε στα 152142 και θεωρείται, μαζί με τον επίσκοπο Λαρίσης Διονύσιο, κτίτωρ του Αναπαυσά.
Στη συνέχεια και για μια οκταετία (1521–1529) έξαρχος και εν συνεχεία τοποτηρητής Σταγών ανέλαβε ο άγιος Βησσαρίων,43 ο οποίος —εκτός των πολλών άλλων δραστηριοτήτων του— μερίμνησε και για τη μονή του Αναπαυσά, καλώντας τον Κρητικό αγιογράφο Θεοφάνη44 να τον αγιογραφήσει, αγιογράφηση που ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο τού 1527.45
Θεωρούμε πολύ πιθανόν κάποια από τις τρεις ως άνω σημαντικές εκκλησιαστικές προσωπικότητες της περιοχής, είτε ο άγιος Διονύσιος ο Ελεήμων είτε ο έξαρχος Σταγών Νικάνορας είτε ο έξαρχος και εν συνεχεία τοποτηρητής Σταγών Βησσαρίων να μερίμνησαν, ώστε να κατασκευαστεί εκ βάθρων ή με τροποποίηση προηγούμενης κατασκευής ο ιερός ναΐσκος του αγίου Νικολάου Σταγών, ο οποίος πρέπει να αποτελούσε μετόχι της μονής Αγίου Νικολάου Αναπαυσά και τον οποίο φανταζόμαστε σαν το μετόχι του Μεγάλου Μετεώρου στα Τρίκαλα, που δώρισε στη μεγαλομετεωρίτικη μονή η Θεοδούλη μοναχή η Κοτεανίτζαινα: «τόπον εἰς οἰκοδομὴν κελλίου, ἵν', ὅτε παραβάλλωσιν ἐνταῦθα, ἔχωσι τοῦτο εἰς ἀνάπαυσιν αὐτῶν τε καὶ τῶν ἀχθοφόρων ζώων αὐτῶν.»46
Δημιουργήθηκε δηλαδή ένα οίκημα στους Σταγούς, στο οποίο μπορούσαν να μένουν ο έξαρχος Σταγών —που στις αρχές τού 16ου αιώνα είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τον Αναπαυσά!— ή οι μοναχοί τού Αναπαυσά, όταν μετέβαιναν στους Σταγούς για τις ποικίλες ασχολίες τους. Εκτός από τους χώρους υπνωτηρίου και τους λοιπούς βοηθητικούς χώρους (στη βόρεια πλευρά), υπήρχε και ναός αφιερωμένος στον άγιο Νικόλαο (στη νότια πλευρά), στον οποίο τιμώταν και ο άγιος Αντώνιος, όπως ακριβώς και στην μονή του Αναπαυσά.
(Υπενθυμίζουμε πως, όπως θα αναφέρουμε κατωτέρω στην οικεία ημερομηνία, το επισκοπικό μέγαρο νοτίως τού μητροπολιτικού ναού των Σταγών πρωτοανεγέρθηκε σε μεταγενέστερη ημερομηνία, στα 1791.47)
Μάλιστα ο άγιος Βησσαρίων κάλεσε τον σημαντικό αλλά σχεδόν άσημο τότε αγιογράφο Θεοφάνη Στρελίτζα Μπαθά να αγιογραφήσει (όπως θα υποστηρίξουμε σε μελέτη μας για τον μέγιστο αγιογράφο, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη) το καθολικό της μονής Δουσίκου, τον «περικαλλῆ τε θεῖον καὶ πάνσεπτον ναόν, δοξαζόμενόν τε καὶ ὠνομαζόμενον πάλαι καὶ νῦν, ἐπὶ τῷ αὐτοῦ σωτηριώδει καὶ φρικτῷ ὀνόματι»,49 η ανέγερση του οποίου έγινε μεταξύ των ετών 1527 και 1534/35.50
Ο Βησσαρίων (θα υποστηρίζουμε στη μελέτη μας) έμαθε για τον αγιογράφο Θεοφάνη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Αʹ,51 κι επειδή θέλησε να τον δοκιμάσει, πριν του αναθέσει τις αγιογραφίες στο καθολικό52 του Δουσίκου,53 του έδωσε να αγιογραφήσει το μικρό εκκλησάκι της μονής αγίου Νικολάου Αναπαυσά, ενδεχομένως και άλλων ναών στην επισκοπική του περιφέρεια.
Δεν αποκλείεται μάλιστα και ο ναΐσκος των αγίων Νικολάου και Αντωνίου Καλαμπάκας να στολίστηκε τότε με αγιογραφίες του Θεοφάνη, μέχρι να αποπερατωθούν οι εργασίες στον κυρίως ναό που ενδιέφερε τον Βησσαρίωνα, το καθολικό τού Δουσίκου.
Από τις εργασίες αγιογράφησης του Θεοφάνη στο Δούσικο πρέπει να προέρχονται και οι δύο φορητές εικόνες των αγίων Θεοφάνη του Γραπτού και Τιμοθέου, αρχιεπισκόπου Προκοννήσου, τις οποίες ο μελετητής Κωνσταντίνος Βαφειάδης αποδίδει με επιφύλαξη στον χρωστήρα τού Θεοφάνη,54 ενώ προβαίνει στη διαπίστωση «ότι ο άγιος Βησσαρίων είχε υπόψη τα καλλιτεχνικά τεκταινόμενα της περιόδου και την πορεία του Θεοφάνη, από την Κύπρο στην Πάτμο, και από εκεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι η μετέπειτα δράση του Θεοφάνη στο Άγιον Όρος τελείται υπό την προστασία ιεραρχών του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθίσταται ολοφάνερο ότι η τέχνη του είχε τύχει εξαρχής προθύμου αποδοχής και εγκρίσεως από μέρους της Μεγάλης Εκκλησίας. Επομένως, η πρόσκληση του Μεγάλου Κρητικού στα Μετέωρα δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής του Λαρίσης Βησσαρίωνος, της ηγετικής φυσιογνωμίας της περιόδου, και όχι φυσικά του ιεροδιακόνου Κυπριανού.»55
Βέβαια (για να ξαναγυρίσουμε στο καλαμπακιώτικο ναΐδιο), και να έγιναν αγιογραφίες στο ναΰδριο του αγίου Νικολάου Σταγών, είτε από τον Θεοφάνη είτε —το πιθανότερο— από κάποιον άλλο αγιογράφο, σήμερα δεν σώζονται, όπως θα δούμε παρακάτω, εξαιτίας δύο ισχυρότατων σεισμών (6,8 & 6,2 Ρίχτερ αντίστοιχα) που έγιναν στα 1544 και 1621 και προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές σε κτήρια σε όλη τη Θεσσαλία και ευρύτερα,56 στερώντας έτσι την περιοχή μας (εκτός των υπολοίπων καταστροφών) και από τη χαρά της ύπαρξης κι άλλων αγιογραφιών του σπουδαίου αγιογράφου σε ναούς της Καλαμπάκας και της ευρύτερης περιοχής.57
Δυστυχώς, η έλλειψη πηγών για την ιστορία του καλαμπακιώτικου ναϋδρίου ως την εποχή αυτή που εξετάσαμε μέχρι στιγμής ανάγκασε την εργασία μας να βαδίζει σε ασταθές μελετητικά έδαφος και μας οδήγησε σε κατάθεση προτάσεων που συνδυάζουν τις γνώσεις που προκύπτουν από πηγές για άλλα ιστορικά θέματα.58 Από τα μέσα τού 16ου αιώνα όμως και κυρίως από την αρχή τού 17ου η μελέτη μας στηρίζεται σε σταθερότερο και ασφαλέστερο ιστορικό υπόβαθρο.
1544, 1566, 1582: καταστροφικοί σεισμοί
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη μελέτη μας για το καλαμπακιώτικο ναΰδριο κι ας βρεθούμε στην Καλαμπάκα και τη Θεσσαλία στα μέσα περίπου τού 16ου αιώνα, αρκετό δηλαδή διάστημα μετά την πρώτη (επαν)ίδρυσή του.
Το πρωί τής 22ας Απριλίου 1544 στη θέση 38.80, 22.60, 17 περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Λαμίας έγινε ένας ισχυρότατος σεισμός 6,8 Ρίχτερ. Ο σεισμός, που έγινε αισθητός και προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές59 στις γειτονικές περιοχές (Λαμία, Υπάτη, Ναύπακτο), άφησε έντονο το στίγμα του και στη Βλαχία (Θεσσαλία).60
Από ισχυρό μετασεισμό (zelzele-i kübra: «ἰσχυρότατο σεισμὸ»61) της 24ης Απριλίου «έπεσε το Καθολικό της μονής Δουσίκου».62 Η εκκλησία «έπαθε σοβαρότατες ζημιές: (...) οι τοίχοι στα τέσσερα πλευρά [του Καθολικού] διερράγησαν και μάλιστα προξενήθηκαν ρωγμές ικανές, ώστε άνθρωπος δύναται να εισέλθει [από αυτές].»63 «[Οι μοναχοί] δήλωσαν ότι γκρεμίστηκαν οι πέντε τρούλοι του προαναφερθέντος ναού και αφού ράγισαν και θρυμματίστηκαν οι λίθοι που εδράζονταν επάνω σε δύο στύλους, αυτοί [οι λίθοι] κατέστησαν σαθροί και γκρεμίστηκαν, ενώ και οι στύλοι του [ναού] θρυμματίστηκαν από το πλήγμα των λίθων και του ασβεστοκονιάματος• [ο ναός] είναι ετοιμόρροπος και έχει επιτακτική ανάγκη επισκευής, δεν υπάρχει δυνατότητα αναβολής.»64
Από τον ίδιο σεισμό, ή μάλλον από τους ίδιους μετασεισμούς που κατέστρεψαν το Δούσικο, ζημιές έπαθε και η εκκλησία Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σταγών, κατά πάσα πιθανότητα από κατάρρευση του μεγαλύτερου μέρους της στέγης της, που προκάλεσε, εκτός των άλλων, και τη σταδιακή καταστροφή των περισσότερων αγιογραφιών του ναού που σώζονταν εκείνη την περίοδο στο ναό από τον 12ο αιώνα65 αλλά και από προγενέστερες τού 12ου αιώνος φάσεις αγιογράφησης.66 Οι επιδιορθωτικές και αγιογραφικές εργασίες για διάφορους λόγους67 καθυστέρησαν και ολοκληρώθηκαν τελικά τον δεκαπενταύγουστο τού 1573.
Επλήγη επίσης και το Καθολικό68 τού Μεγάλου Μετεώρου.69
Το ναΰδριο του αγίου Νικολάου δεν γνωρίζουμε να υπέστη ανάλογες ζημιές από τον σεισμό τού 1544 ή τους μετασεισμούς, επειδή δεν είχε τρούλους ή γενικά μεγάλη σε έκταση στέγη. Δεν πιστεύουμε επίσης πως έπαθε μεγάλες ζημιές το εκκλησάκι από τους καταστροφικούς —μάλλον όχι στην περιοχή των Σταγών— σεισμούς τής 11ης Ιουλίου 156670 και 24ης Φεβρουαρίου 1582.71
1621.02.24: Καταστροφικός για το ναΰδριο αγίων Νικολάου και Αντωνίου σεισμός
Μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου 162172 δεν έχουμε άλλες πληροφορίες για τον ναΐσκο του αγίου Νικολάου στους Σταγούς. Την ημέρα εκείνη73 ένας ισχυρός σεισμός 6,2 Ρίχτερ έγινε στην Θεσσαλία με επίκεντρο στη θέση 39.40, 22.10,74 δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Καρδίτσας, που είχε σημαντικές επιπτώσεις και στην περιοχή των Σταγών, με ισχυρούς μετασεισμούς που κράτησαν για πέντε τουλάχιστον ημέρες.
1621–1640: αποκαταστάσεις εκκλησιαστικών κτηρίων από τις ζημιές εκ του σεισμού τού 1621
Ο σεισμός αυτός προξένησε πληθώρα καταστροφών σε πάρα πολλά κτήρια σε ολόκληρη τη Θεσσαλία. Ας εξετάσουμε —ενδεικτικά κι όχι εξαντλητικά— τις περιπτώσεις κάποιων ναών της επαρχίας Καλαμπάκας και γενικότερα του νομού Τρικάλων και ευρύτερα, οι οποίοι καταστράφηκαν και ανακαινίστηκαν λίγο αργότερα με ταυτόχρονη ή μεταγενέστερη αγιογράφησή τους, μεταξύ των οποίων βρίσκεται και ο προς εξέταση καλαμπακιώτικος ναΐσκος.
Το έτος ͵ζρλʹ από κτίσεως κόσμου (δηλαδή 1621/22) έγιναν ανακαινιστικές εργασίες στο καθολικό Κοιμήσεως Θεοτόκου Βυτουμά, σύμφωνα με σχετική επιγραφή,75 ενώ τον Ιούνιο τού 1621 ανακαινίστηκε «ἐξ αὐτῶν κρηπίδων ἅμα τε καὶ βάθρων» ο ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ζάρκου «διὰ χειρὸς Ἰωάννου ἱερέως καὶ Δημητρίου (...) ἐν ἔτει ͵ζρκθʹ (...) ἐν μηνὶ Ἰουνίῳ εἰς τὰς κηʹ, ἡμέρᾳ εʹ.»76 Το Μάιο τού 1623 έγιναν ανακαινιστικές εργασίες στο ναό αγίου Αθανασίου και Κυρίλλου Αγιοφύλλου77 και δύο έτη αργότερα, στα 1625, στο καθολικό της μονής Πέτρας Καρδίτσας.78
Την ίδια χρονιά ξεκίνησε η πρώτη φάση ανακαινιστικών και αγιογραφικών εργασιών στο καθολικό της μονής Αγίου Στεφάνου «επί ηγουμένου Μητροφάνους», που συνεχίστηκε και με δεύτερη «φάση ιστορήσεως του ναού του αγίου Στεφάνου υπό του ιερέως Νικολάου εκ Σταγών, επί ηγουμένου Γρηγορίου.»79
Για τα δύο επόμενα εκκλησιαστικά κτίσματα θα μας επιτρέψετε να αναφέρουμε κάπως περισσότερα στοιχεία, καθώς ο αγιογράφος τους, όπως θα δούμε, σχετίζεται με το καλαμπακιώτικο παρεκκλήσι των αγίων Νικολάου και Αντωνίου.
1626: παρεκκλήσι Τριών Ιεραρχών Βαρλαάμ
Στις 24 Φεβρουαρίου 1621 καταστροφές υπέστη και το βαρλααμίτικο παρεκκλήσι των Τριών Ιεραρχών, που σε πρώτη φάση είχε ανεγερθεί από τον «ἰσόχρονο»80 του μεγαλομετεωρίτη οσίου Αθανασίου, τον Βαρλαάμ,81 επισκευάστηκε από τους Νεκτάριο και Θεοφάνη στα 154482 και ξαναχτίστηκε «ἐκ βάθρων» σχεδόν83 από τους αυταδέλφους ιερομονάχους και ηγουμένους Κύριλλο και Σέργιο στα 1626/27,84 σύμφωνα με επιγραφή: «Τὸ παλαιὸν παρεκκλήσιον τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀνηγέρθη ἐκ βάθρων καὶ ἀνιστορήθη παρὰ τῶν ὁσιοτάτων ἱερομονάχων καὶ μοναχῶν τῆς θείας καὶ σεβασμίας μονῆς τῶν Ἁγίων Πάντων, ἡγουμενευόντων κυρῶν Κυρίλλου καὶ Σεργίου τῶν ἱερομονάχων καὶ αὐταδέλφων, ἔτει ͵ζρλεʹ (1626/27).85 Ἱστορήθη δὲ καὶ διὰ χειρὸς κἀμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ Ἰωάννου ἱερέως, μετὰ τῶν τέκνων αὐτοῦ, ἐν ἔτει ͵ζρμεʹ,86 ἰνδικτιῶνος εʹ. Ἐκ χώρας Σταγῶν.»87
1640/41: Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλαμπάκας
Από τον σεισμό τού 1621 γνωρίζουμε πως έγιναν καταστροφές και στον μητροπολιτικό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σταγών και πως πραγματοποιήθηκαν εργασίες αποκατάστασης των ζημιών και συμπληρωματικές αγιογραφήσεις που τελείωσαν αρκετά χρόνια αργότερα, όπως διαβάζουμε και σε σχετική επιγραφή του άμβωνα: «Ὁ παρὼν ἄμβωνας τῆς ὑπεραγίας δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας ἱστορήθη διὰ συνδρομῆς καὶ ἐξόδου τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς Σταγῶν κὺρ Δανιὴλ [...], ἱστορήθη δὲ καί διὰ χειρὸς καμοῦ κὺρ Ἰωαννικίου (sic88) ὁμοῦ μετὰ τῶν τέκνων89 αὐτοῦ Νικολάου, ἐν τῷ ͵ζρμθʹ (1640/4190)».91
Την ίδια περίοδο, μετά από τον σεισμό τής 24ης Φεβρουαρίου 1621, επανασυναρμολογήθηκε το μαρμάρινο κιβώριο του ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου, αντικαταστάθηκε το μαρμάρινο τέμπλο με ξύλινο, και κάποια μέλη από το κιβώριο και το μαρμάρινο τέμπλο χρησιμοποιήθηκαν στην ανακατασκευή του άμβωνα, μαζί με μέλη από τον ίδιο τον άμβωνα, που λόγω του σεισμού είχαν σωριαστεί τριγύρω στον ναό.92
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως ένα θωράκιο από το μαρμάρινο τέμπλο που περίσσεψε και δεν ήξεραν τι να το κάνουν μεταφέρθηκε, μαζί μ' ένα σπόνδυλο κίονα,93 και τοποθετήθηκε έξω από τον ναΐσκο του αγίου Αθανασίου Καλαμπάκας, όπως έχουμε γράψει σχετικά.94 Φρονούμε μάλιστα πως, επειδή το θωράκιο στη θέση που βρίσκεται τώρα κινδυνεύει να καταστραφεί ή να κλαπεί, θα πρέπει να μεταφερθεί στην αρχική του θέση, να τοποθετηθεί μπροστά από το σημερινό ξύλινο τέμπλο του ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου και να δίνει μια ιδέα στον επισκέπτη–περιηγητή για το παλαιό μεσοβυζαντινό95 μαρμάρινο τέμπλο του ναού.
Για τον αγιογράφο του παρεκκλησίου Τριών Ιεραρχών Βαρλαάμ και του άμβωνα του μητροπολιτικού ναού Καλαμπάκας, που —παρά τα λεγόμενα τού Σωτηρίου— υποστηρίζουμε πως πρόκειται για ένα και το αυτό πρόσωπο, το οποίο ενδεχομένως αγιογράφησε πρώτα απ' όλα και το καλαμπακιώτικο ναΰδριο των αγίων Νικολάου και Αντωνίου, ενδεχομένως μαζί με τον συγγενή(;) του ιερέα Γεώργιο «καὶ τὸ ἐπίκλην Πρασιάνο ἐκ χώρας Σταγῶν», θα αναφερθούμε στη συνέχεια της παρούσας μελέτης.
Ας μιλήσουμε τώρα για τις δύο επιγραφές τού 1621 που σώζονται στο υπό μελέτη ναΰδριο.
1621: Επιγραφή αγίου Νικολάου Καλαμπάκας
Εισερχόμενος κάποιος στον ναΐσκο αγίου Νικολάου, πάνω από την είσοδο, αντικρίζει την εξής επιγραφή: «Ἀνεκαινίσθη οὗτος ὁ θεῖος καὶ πάνσεπτος ναὸς τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Νικολάου κατὰ τὸ ͵ζρκθʹ [...] ...ριθις κ(αὶ) δευτέρου κατὰ 1819, μηνὶ Σεπτεμβρίου 6, καὶ ἀρχιερατεύοντος [...] καὶ ἐπιτροπεύοντος [...].»96
Η επιγραφή (της οποίας το δεύτερο μέρος θα σχολιάσουμε παρακάτω στην οικεία θέση) φαίνεται ότι γράφτηκε στα 1819 και αντικατέστησε άλλη που υπήρχε σ' αυτό ή άλλο σημείο. Ας δούμε το πρώτο τμήμα της.
Καταρχάς, η χρονολογία ͵ζρκθʹ97 αντιστοιχεί στα έτη 1620 (Σεπτέμβριος–Δεκέμβριος) και 1621 (Ιανουάριος–Αύγουστος). Γνωρίζοντας από άλλες πηγές ότι ο σεισμός έγινε, όπως είδαμε ήδη, τον Φεβρουάριο τού 1621, αντιλαμβανόμαστε ότι σ' αυτό το έτος έγινε η «ἀνακαίνισις» του ναού. Μάλιστα από το ρήμα «ἀνεκαινίσθη» συνειδητοποιούμε ξεκάθαρα ότι ο ναός δεν χτίστηκε τότε, αλλά προϋπήρχε του σεισμού, ενισχύοντας έτσι την προηγούμενη επιχειρηματολογία μας για την προγενέστερη αρχική φάση του ναού, όπως την εκθέσαμε.
Διαπιστώνουμε ακόμη κάτι σημαντικό: η χρονολογία ͵ζρκθʹ αντιστοιχεί μέχρι τον Αύγουστο τού 1621. Άρα από τα τέλη Φεβρουαρίου που έγινε ο σεισμός μέχρι τον Αύγουστο μεσολαβούν μόλις έξι μήνες. Μέσα σ' αυτό το διάστημα βρέθηκαν τα απαραίτητα χρήματα και έγιναν όλες οι εργασίες που απαιτούνταν, προκειμένου να «ἀνακαινισθεῖ» ο ναός, κάτι που δείχνει βιασύνη και δίνει ένα χαρακτήρα επείγοντος στο όλο εγχείρημα, ενώ ο μητροπολιτικός ναός στους Σταγούς αποκαταστάθηκε μία εικοσαετία αργότερα! Τι το σημαντικό είχε λοιπόν το ναΰδριο των αγίων Νικολάου και Αντωνίου, ώστε τόσο άμεσα να αποκατασταθεί;
Συνεχίζοντας την προηγούμενη επιχειρηματολογία μας, θα λέγαμε ότι το μετόχι του αγίου Νικολάου χρησιμοποιούταν (και) ως κατοικία(;) του μητροπολίτη Σταγών ή του εξάρχου ή τοποτηρητή του, αν μητροπολίτης για κάποιο λόγο δεν υπήρχε. Γνωρίζουμε πως στις αρχές τού 17ου αιώνα (1604/05, ίσως και μέχρι το 1609) μητροπολίτης Σταγών ήταν ο Αβραάμ,98 ενώ «τῷ ͵ζρμθʹ (1640/41)» ο Δανιήλ, που πέθανε στις 11 Δεκεμβρίου τού 1643,99 αφήνοντας τον επισκοπικό θρόνο στον συνονόματό του Δανιήλ (05.01.1644–12.04.1687).100
Στα 1621 δεν γνωρίζουμε ούτε ποιος ήταν επίσκοπος ούτε αν υπήρχε επίσκοπος ή έξαρχος / τοποτηρητής στους Σταγούς. Ό,τι κι αν συνέβαινε, ίσως το δεύτερο, υπάρχει πιθανότητα να χρησιμοποιούσε ως κατοικία (μόνιμη ή μάλλον προσωρινή / περιστασιακή) το μετόχι του αγίου Νικολάου.
Δεν είναι όμως η μόνη επιγραφή αυτή τού 1621 που ήδη εξετάσαμε.
1621: Επιγραφή δωρεάς
Στον βόρειο τοίχο τού κυρίως ναού και στο αριστερό άκρο της ζώνης των στηθαρίων διαβάζουμε την εξής επιγραφή: «Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Θεοτόκη καὶ μετὰ τῆς συμβίου αὐτοῦ Κουμπούλως καὶ τὸ τέκνον αὐτοῦ Ἀγοραστός, ἔτους ͵ζρκθʹ.»101
Ας κάνουμε μερικές παρατηρήσεις για την επιγραφή αυτή.
Καταρχάς, βλέπουμε πως η χρονολογία είναι η ίδια με της προηγούμενης επιγραφής, δηλαδή 1621. Άρα, μέσα σε χρονικό διάστημα ενός εξαμήνου —το μέγιστο— μετά από τον καταστροφικό σεισμό της 24ης Φεβρουαρίου 1621, όχι μόνο έγιναν εργασίες στατικής αποκατάστασης του κτίσματος, τοιχοποιίες κ.λπ., αλλά ολοκληρώθηκε και η αγιογράφηση του ναΐσκου ή έστω η πρώτη φάση της.
Φαίνεται μάλιστα πως τότε το κτίσμα ενισχύθηκε με ξυλοδεσιές, όπως βλέπουμε και σε φωτογραφίες που παραθέτουμε από τον βόρειο και ανατολικό τοίχο τού ναού. Ο ρόλος των ξυλοδεσιών, ήδη από τα αρχαία χρόνια,102 ήταν καθοριστικός σε περιπτώσεις έκτακτης καταπόνησης, όπως αυτής που προκύπτει από τις σεισμικές δονήσεις. Οι οριζόντιες ξυλοδεσιές δημιουργούν ελαστικά διαζώματα που απορροφούν κατακόρυφες φορτίσεις, ενώ χάρη στη μεγάλη αντοχή του ξύλου σε εφελκυσμό μπορούν να προλάβουν μεγάλες παραμορφώσεις συμβάλλοντας στην αντισεισμική θωράκιση των κτισμάτων.103
Κι ενώ είναι λογικό οι μάστορες της ανακαίνισης να ήταν από τους Σταγούς και να μπορούσε κάποιος να τους βρει αμέσως (αν και με τις ζημιές που προκάλεσε ο σεισμός και σε σπίτια ιδιωτών και άλλα κτίσματα, οι μάστορες γενικά θα ήταν δυσεύρετοι, και μάλιστα σε όλη τη Θεσσαλία), εντύπωση προκαλεί πώς βρέθηκε αμέσως αγιογράφος διαθέσιμος. Και μόνο η μετάβαση σε χωριά της Ηπείρου, Μακεδονίας κ.α., όπου ζούσαν οικογένειες αγιογράφων, θα ήταν χρονοβόρα, χώρια που δύσκολα θα βρισκόταν αγιογράφος άμεσα διαθέσιμος.
Πιθανόν όμως ο αγιογράφος να ήταν Καλαμπακιώτης / Σταγινός (από τους Σταγούς) και να ήταν άμεσα διαθέσιμος. Για τον αγιογράφο όμως και τις αγιογραφίες του θα μιλήσουμε κατωτέρω.
Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στον δωρεοδότη, με το όνομα Θεοτόκης, της ανακαίνισης του παρεκκλησίου αγίων Νικολάου και Αντωνίου και την οικογένειά του, καθώς τα παλαιά καλαμπακιώτικα και μετεωρίτικα χειρόγραφα μας βοήθησαν να τους εντοπίσουμε...
Υποσημειώσεις
* Η βιβλιογραφία και η συνέχεια της μελέτης θα αναρτηθούν στην ιστοσελίδα www.academia.edu/ 109345570.
1 Stutte–Hasse ²2000 (Meteora II), 200, 203, 227.
2 Αθανασούλας 2016 (εκκλησίες), 139.
3 Πασαλή 1992 (δισυπόστατοι), 46.
4 Νημάς 2002 (μνημεία), 52.
5 Για την Αγλίστρα βλ. Βλιώρας ²2023 (Αγλίστρα).
6 Æginium κατά τη Ρωμαιοκρατία: Titus Livius, Ab Urbe Condita (εκδ. A. H. McDonald, 1969), 32, 15, 4, 1–5, 1.
7 Ιωάννης Ϛʹ Καντακουζηνός, Ἱστορία (εκδ. L. Schopen, Corpus scriptorum historiae Byzantinae, Bonn: Weber 1828), 1, 474, 1–4.
8 Leake I 1835 (travels), 421–422, Leake 2001.39 (ταξίδι), 15, Leake IV 1835 (travels), 536–537, Leake 2000.38, 165, Νικολάου–Κραβαρίτου 2012 (πόλεις Θεσσαλίας), 48, Βλιώρας 2024 (Καλαμπάκα), Αλμπάνης 2007 (Αιγίνιον), 178 κ.ε.
9 Οι όροι Κοινή Χρονολογία (Κ.Χ.), Κοινή Εποχή (Κ.Ε.), Κοινή Περίοδος (Κ.Π.) αφορούν την περίοδο που ξεκινάει από το έτος 1 και εντεύθεν. Χρησιμοποιούνται για το σύστημα υπολογισμού των ετών το οποίο είναι χρονολογικά ταυτόσημο με το σύστημα «έτος Κυρίου» (Anno Domini / A.D. στα λατινικά), με λιγότερο, όμως, θρησκευτικό χρωματισμό. Αντίστοιχα, στην ελληνική γραμματεία είναι το ισοδύναμο τής έκφρασης «μετά Χριστόν» (μ.Χ.).
10 Για την κατάκτηση των Σταγών και της γύρω περιοχής από τους οθωμανούς βλ. Βλιώρας ³2022 (Καλαμπάκα), 6 κ.ε.
11 «Η μορφή του αγίου παρέμεινε άγνωστη πέραν των ορίων της Μικράς Ασίας, όπου σημαντικός αριθμός μνημείων ανεγέρθηκαν προς τιμήν του. Η απόδοση τιμής στον άγιο Νικόλαο Μύρων στα παράλια της Λυκίας, όπου αργότερα οργανώθηκε το ναυτικό θέμα των Κιβυρραιωτών, αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες διαμόρφωσης στη συνείδηση των πιστών της ιδιότητας του αγίου Νικολάου ως θαλασσινού αγίου, προστάτη των ναυτικών, καθώς οι ναυτικοί της περιοχής ήταν εκείνοι που υιοθέτησαν πρώτοι το πρόσωπο του αγίου ως προστάτη τους.» Βουγιουκλάκη 2003 (Νικόλαος).
12 Παπαζήσης 1997 (Καλαμπάκα), 55.
13 Όπως —ίσως— μετόχι της μονής Βαρλαάμ (Αγίων Πάντων) αποτέλεσε, επί μητροπολίτη Σταγών Παρθενίου (1751–1784), και η «αγι–Απάντηση», δηλαδή ο ναΐσκος των αγίων Πάντων (1761), είκοσι περίπου μέτρα ανατολικότερα του ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαμπάκας. «Ἀνηγερθη μὲν ἐκ βάθρων ὁ θεῖος οὗτος καὶ πάνσεπτος ναὸς ἐπ' ὀνόματι τῶν Ἁγίων Πάντων ἐν ἔτει σωτηρίῳ ͵αψξαʹ (1761), ἱστορήθη δὲ καὶ εἴληφε τέλος ἐν τῷ κάλλει τούτῳ ὡς ὁρᾶται ἐν ἔτει ͵αψξϛʹ (1766), ἀρχιερατεύοντος τοῦ θεοφιλεστάτου καὶ λογιωτάτου ἐπισκόπου τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς ταύτης Σταγῶν κυρίου Παρθενίου.» Παπαζήσης 1997 (Καλαμπάκα), 49. «Ο Σταγών Παρθένιος είχε "την μετάνοιάν του" στη μονή Βαρλαάμ, δηλαδή ήταν αδελφός της μονής και είχε εκεί το μοναστικό του καταφύγιο.» Σοφιανός 2005 (Παρθένιος), 292.
14 «Στρατηγέ, τι ζητούσες στη Λάρισα εσύ, ένας Υδραίος;», όπως θα αναρωτιόταν και ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος (στο ποίημα Μπολιβάρ (1944), στη συλλογή Ποιήματα Βʹ, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1977).
15 Για τις μονές Καλλιστράτου και Ρουσάνου ετοιμάζουμε προς δημοσίευση σχετική μελέτη.
16 «Η επιτυχία πάντως του μετεωρίτικου μοναχισμού οφείλεται στην μετάγγιση που υπέστη από το Άγιον Όρος.» Γουλούλης 1994 (Αθανάσιος), 194.
17 Σοφιανός 1990 (Αθανάσιος), 135 (Βίος, § 10).
18 Σοφιανός 1990 (Αθανάσιος), 135 (Βίος, § 14).
19 Δεληκάρη 2003, 93–112.
20 «Ἡ ἱερὰ μονὴ ἁγίου Γρηγορίου, σεμνυνομένη ἐπ' ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, συνέστη περὶ τὰ τέλη τοῦ ιγʹ αἰῶνος. Πρώτιστος οἰκιστὴς καὶ κτίτωρ ταύτης ἐστὶν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης (...). Ὁ ἅγιος οὗτος ἐν τῇ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Σκήτῃ τοῦ Μαγουλᾶ τὸ πρῶτον ἐμβιώσας, διὰ μείζονα ἡσυχίαν ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν, καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν ἐν τῷ παρὰ τὸν χείμαῤῥον «Χρέντελι» καὶ σήμερον ἔτι σωζομένῳ σπηλαίῳ, κειμένῳ πρὸς ἀνατολὰς τῆς μονῆς καὶ 300 περίπου μέτρα ἄνωθεν ταύτης, συνοδευόμενος ὑπὸ τῶν μαθητῶν του Γερασίμου καὶ Ἰωσὴφ τῶν ἐξ Εὐρίπου, Νικολάου τοῦ ἐξ Ἀθηνῶν, Μάρκου τοῦ θεωρητικωτάτου, Καλλίστου τοῦ μετέπειτα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ἰάκωβου τοῦ ὕστερον ἀρχιερέως Σερβίων χρηματίσαντος, Γρηγορίου τοῦ ἀπὸ Συριάνων καὶ ἄλλων. Οὕτως ἡσύχαζον ἐν τῇ τοποθεσίᾳ τῇ οὕτω καλουμένῃ τοῦ Χρέντελι, πλὴν εἰς τούτους τοὺς ἐρημικοὺς τόπους ὅπου ἦτον τότε, ἔκτισε πρῶτος Κελλία, εἰς τὰ ὁποῖα καὶ συχνὰ μετατόπιζε, τὰ ὁποῖα Κελλία ἔλαβον τὴν προσηγορίαν νὰ λέγωνται τοῦ Γρηγορίου, τὰ ὁποῖα κατέλαβον κληρονομικῶς οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, ὡς ἀκολούθως διαδοχικῶς, καὶ μονὴν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου λεγομένην ἀποκαταστήσαντες καὶ εἰς ὄνομα τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Νικολάου τοῦ θαυματουργοῦ καθιερώσαντες κατὰ τὸ ἔτος ͵ϛωιηʹ (6818≈1309/10), ἰνδικτιῶνος ηʹ.» Αγγελάκος 1921, 43.
21 «Αναπαυσά. Ιδρυμένη στα περίχωρα των Καρυών, γειτονικά προς την Αλυπίου, έφερε επίσης το λογιότερο όνομα Αναπαύσεως, καθώς και άλλα (Αναπαυσίου, Αναπαυσία, Αναπαψίου, Αναπαψίας). Ο ηγούμενός της Κωνσταντίνος υπογράφει πράξη τού 1079, ο δε Θεοφύλακτος την πράξη του Ιωάννη Ταρχανειώτη, το 1108. Αργότερα, το 1257 λόγω παρακμής παραχωρήθηκε ως κελλί στον ηγούμενο της Αλυπίου Θεοφάνη διά βίου. Αφού απέκτησε πάλι την αυτονομία της, προσέφερε στο Όρος κατά το πρώτο ήμισυ τού 14ου αιώνος τον πρώτο με την μακρότερη θητεία, τον Ισαάκ (1316–1345). Προσαρτήθηκε οριστικώς από αυτόν στην Κουτλουμουσίου το 1329.» Χρήστου 1987 (Όρος), 56–57.
22 Γόνης 2002, 68 & passim, Γουλούλης 2020 (Γρηγόριος), 43 & passim.
23 Όπως θα δούμε σε μελλοντική μας μελέτη.
24 «Ανεβαίνοντας σήμερα την κτιστή σκάλα, συναντάει κανείς πρώτα, προς τα δεξιά, το πολύ μικρό παρεκκλήσι του αγίου Αντωνίου, του "καθηγητή" της ερήμου και ηγετικής αυτής μορφής του ανατολικού μοναχισμού τού δʹ αιώνα. Το εκκλησάκι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της μονής, γιατί διατηρεί στους τοίχους του λίγα υπολείμματα τοιχογραφιών, μαυρισμένων σήμερα και δυσδιάκριτων, που ανάγονται όμως, κατά τους ειδικούς, στον ιδʹ αιώνα. Με βάση λοιπόν τη χρονολόγηση των σπαραγμάτων αυτών των τοιχογραφιών του παρεκκλησίου μπορεί κανείς να θέσει τις απαρχές του μοναστικού βίου πάνω στον βράχο του αγίου Νικολάου του Αναπαυσά στον ιδʹ αιώνα. Άλλωστε, σύμφωνα με τελευταίες σύγχρονες γεωδαιτικές και αστρονομικές μεθόδους του τοπογράφου–μηχανικού του Ε.Μ.Π. κ. Γ. Πανταζή για τη διερεύνηση του προσανατολισμού των εκκλησιαστικών μνημείων, το εν λόγω παρεκκλήσι του αγίου Αντωνίου χρονολογείται ακριβώς στο έτος 1350.» Σοφιανός–Τσιγαρίδας 2003 (Αναπαυσάς), 31, Πανταζής 2002 (διερεύνηση), 116.
25 Πιθανόν ρόλο στην μετοίκησή τους έπαιξε και ο «Πρώτος» του Αγίου Όρους μοναχός Ισαάκ, που μόναζε αρχικά στην ίδια μ' αυτούς μονή και —ως εκ της θέσεώς του— γνώριζε τα καθέκαστα για τον Γρηγόριο τον Στυλίτη ή Βυζάντιο / Πολίτη ή Πάνυ ή Δριμύ (Γόνης 2002, 71–75) και τον μαθητή του μεγαλομετεωρίτη Αθανάσιο.
26 «Ὅτε δὲ συμβῇ κοιμηθῆναι τὸν ὑπ᾽ ἐμοῦ ἄρτι προτραπέντα τοῦ ἄρχειν, γενέσθω ἐκλογὴ ἐκ τῶν εὑρισκομένων ἀδελφῶν καὶ ἀναβιβαζέσθω κἂν οἷος ἔνι καὶ οὐκ ἄλλοθεν, ἐπεὶ οὐ προκόψει• ἔστω δὲ καὶ μετὰ γνώμης τοῦ ἡγουμένου τοῦ Ἁγίου Νικολάου.» Σοφιανός 1990 (Αθανάσιος), 149–150 (Βίος, § 38), Σοφιανός–Τσιγαρίδας 2003 (Αναπαυσάς), 32, 34, Σοφιανός 2012² (οδοιπορικό), 181–182. Αντίθετα ο Γουλούλης 1994 (Αθανάσιος), 194 κ.ε., εκφράζει τη γνώμη πως ο άγιος Νικόλαος που αναφέρεται εδώ είναι το μετόχι της μονής Ζαβλαντίων στα Τρίκαλα και επιχειρηματολογεί σχετικά. Δεν αποκλείεται βέβαια και το τρικαλινό αυτό μετόχι, που πρώτη φορά αναφέρεται στα 1336, για τον ίδιο λόγο με τον Αναπαυσά να αφιερώθηκε στον Άγιο Νικόλαο, με τη μεσολάβηση και του φιλοησυχαστή μητροπολίτη Λαρίσης Αντωνίου, αν και υποπτευόμαστε πως «υπεύθυνος» για την επιλογή του αγίου στον οποίο είχε αφιερωθεί είναι ο μητροπολίτης Λαρίσης (με έδρα τα Τρίκαλα) Κυπριανός, που στις αρχές τού 14ου αιώνα είχε διατελέσει για ένα διάστημα ηγούμενος της μονής αγίου Νικολάου Λυκοστομίου, πριν αναλάβει τη θέση του στα Τρίκαλα. Βλ. Γουλούλης 1991 (Κυπριανός), 28–30.
27 Αν και αυτόνομο εκκλησάκι του αγίου Αντωνίου δημιουργήθηκε, όπως θα δούμε παρακάτω, στα βόρεια του ναΐσκου του αγίου Νικολάου σε μεταγενέστερη εποχή. Οπωσδήποτε όμως τιμόταν από την αρχική ανέγερση του ναϋδρίου του αγίου Νικολάου και ο άγιος Αντώνιος, όπως και στη μονή Αναπαυσά.
28 Πιθανόν όχι εκ βάθρων, καθώς, όπως είπαμε ανωτέρω, το κτήριο πρέπει να προϋπήρχε και να χρησιμοποιούνταν για στρατιωτικούς–αμυντικούς σκοπούς κατά τις προηγούμενες περιόδους (μεσαιωνική, ρωμαϊκή, ελληνιστική). Άλλωστε, εκεί κοντά έχουν βρεθεί «σοβαρές ενδείξεις για την ύπαρξη αρχαιολογικών ευρημάτων της ρωµαϊκής και μεσαιωνικής εποχής». Μπακόλας 2016.
29 Δεν γνωρίζουμε αν η μονή Αγίου Νικολάου που αναφέρεται σε οθωμανικά μεγαλομετεωρίτικα έγγραφα των ετών 1416 και 1422 είναι του Αναπαυσά ή το μετόχι της μονής Ζαβλαντίων στα Τρίκαλα. Βλ. Κοτζαγεώργης 2022 (επανεκτιμώντας), 59, 64, 120–121. Αν συμβαίνει το πρώτο, σημαίνει πως ο Αναπαυσάς ερήμωσε μετά από τη δεύτερη δεκαετία τού 15ου αιώνα και μέχρι τα 1482.
30 Βλ. «Πατριαρχικὴ Κωνσταντινουπόλεως ἱστορία ἀπὸ τοῦ ͵αυνδʹ ἕως τοῦ ͵αφοηʹ ἔτους Χριστοῦ», στο Barthold Georg Niebuhr (εκδότης), Corpus scriptorum historiae byzantinae, εκδ. E. Weberi, Βερολίνο 1849, σελ. 128–129. Βλ. επίσης Απόστολος Γλαβίνας, Οι πρώτοι κατά την Τουρκοκρατίαν Μητροπολίται Θεσσαλονίκης, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 342–434.
31 Όπως διαβάζουμε στο λεγόμενο Σύγγραμμα Ἱστορικὸν ή Χρονικὸν τῶν Μετεώρων («Ἐγένετο γοῦν τις ὀνόματι Γαλακτίων, ὅστις διὰ χρημάτων ἀσπάσας τὸ τῆς ἡγουμενίας ὄνομα ἐν τοῖς ἐξωτερικοῖς ἄρχουσι, καὶ πάντα διαφθείρας τὰ τῆς μονῆς Μετεώρου. Μόλις μετὰ πολλοῦ καμάτου ἐξώσαντες αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς, ὁ ἅγιος ὁ Λαρίσης, ὁ κὺρ Διονύσιος οὗτος ἦν, καὶ ὁ ἁγιώτατος κὺρ Νήφων ὁ πατριάρχης, Θεσσαλονίκης τότε ὤν• καταλείψαντες αὐτὸν ἐπ' ἀφορισμῷ ἀλύτῳ, ὥσπερ νῦν ὁρᾶται παρὰ πᾶσιν τυμπανιαῖος, φρικτὸν θέαμα, ἐν τοῖς μέρεσιν Ἄρτης εἰς τὸ Κορακονῆσιν.» Rigo 1999 (Χρονικό), 128, στ. 70–77) ο Νήφων με τον Διονύσιο τον Ελεήμονα αφόρεσαν κάποιον Γαλακτίωνα, που «αγόρασε» το αξίωμα του ηγουμένου του Μεγάλου Μετεώρου. Γνωρίζουμε μάλιστα ότι εξήντα περίπου έτη αργότερα, στα 1542, ο οικουμενικός πατριάρχης Ιερεμίας Αʹ με συγχωρητική του επιστολή ήρε τον αφορισμό του Γαλακτίωνα. Βαφειάδης 2019 (Μετέωρο), 345–346.
32 Ο Σοφιανός 1991 (Διονύσιος), 402, πιθανολογεί την ύπαρξη ενός άλλου μητροπολίτη Λαρίσης με το όνομα Διονύσιος για την περίοδο αυτή.
33 Βέης 1909 (συμβολή), 313.
34 Ο Νίκος Βέης χρονολογεί την επιστολή αργότερα, «εἰς τὸν ιζʹ / ιηʹ αἰῶνα» (Βέης 1909 (συμβολή), 236ξδʹ), ενώ ο Δημήτριος Σοφιανός (Σοφιανός–Τσιγαρίδας 2003 (Αναπαυσάς), 37, «πριν από την τελευταία δεκαετία του ιεʹ ή την πρώτη τού ιϛʹ αιώνα». Η αποστολή της επιστολής κατά το χρονικό διάστημα 1482–1486/87 αποτελεί δική μας πρόταση.
35 Ίσως το όνομα του τελευταίου (;) εναπομείναντα μοναχού του Αναπαυσά να του δόθηκε προς τιμήν του μεγαλομετεωρίτη Ιωάσαφ (που είχε εκδημήσει 60 περίπου έτη νωρίτερα, στα 1422–1423• Βέης 1911 (σερβικά), 52, Βέης 1922 (geschichtliche), 379), κάτι που ενδεχομένως συνηγορεί για τις στενότερες πνευματικές και άλλες σχέσεις Μεγάλου Μετεώρου και Αναπαυσά.
36 Βέης 1909 (συμβολή), 313.
37 Οι Σοφιανός–Τσιγαρίδας 2003 (Αναπαυσάς), 35, Σοφιανός 1991 (Διονύσιος), 392, Καλούσιος 1995 (Σύμμεικτα ιʹ), 126, κ.ά. δέχονται ως περίοδο ανόδου του στον μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας το χρονικό διάστημα 1489/90–1499. Προσωπικά αντιλαμβανόμαστε πως πρέπει να διετέλεσε μητροπολίτης Λαρίσης και κάποια ή όλα τα έτη από το χρονικό διάστημα 1482–1486/87. Ο Ατέσης 1975 (κατάλογοι), 136, αναφέρει απλώς «Διονύσιος Βʹ 1510 θανών.»
38 Σοφιανός–Τσιγαρίδας 2003 (Αναπαυσάς), 35.
39 Σοφιανός–Τσιγαρίδας 2003 (Αναπαυσάς), 265.
40 «✝Ἐκοιμήθη ὁ πανιερώτατος μητροπολίτης Λαρίσης κὺρ Διονύσιος ἐν ἔτει ͵ζιηʹ (=1510), μὴν Μάρτιος κηʹ, ἡμέρα Πέμπτῃ.» Βέης–Βρανούσης–Σοφιανός 1998 (χειρόγραφα Μεταμορφώσεως), 462 (χειρόγραφο 457, 16ου αιώνος), Σοφιανός–Τσιγαρίδας 2003 (Αναπαυσάς), 35, Καλούσιος 1995 (Σύμμεικτα ιʹ), 126, Γουγουλάκη–Ζιώζια 1993 (ιστορικά), 257. Αναφέρεται επίσης στην μεγαλομετεωρίτικη Πρόθεση 401 (1520–1540): «Μνήσθητι, Κύριε, τὴν ψυχὴν Διονυσίου ἀρχιερέως» (Σπανός Κ. 2003 (401β), 134).
41 Στο φύλλο 12α της μεγαλομετεωρίτικης πρόθεσης 401 τού 1520 αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής «καλογερικά» ονόματα προς μνημόνευση: «Διονυσίου, (...) Διονυσίου ἱερομονάχου, (...) Νήφωνος, (...) Νικάνορος, Κυπριανοῦ, Μάρκου, (...) Διονυσίου (...)» Σπανός Κ. 2003 (401β), 134. Δεν αποκλείεται ο Νικάνωρ να είναι ο έξαρχος Σταγών και μοναχός της μονής Αναπαυσά, ο Κυπριανός ο χορηγός της αγιογράφησης τού 1527 και οι υπόλοιποι να έχουν λάβει τα ονόματά τους προς τιμήν του Διονυσίου Ελεήμονος και Μάρκου του Ησυχαστή, του διαδόχου του στη μητρόπολη Λαρίσης (1499–1526/27).
*42 Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 40.
43 Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 41.
44 Βαφειάδης 2022 (Θεοφάνης), 261, 263, 290.
45 Σοφιανός–Τσιγαρίδας 2003 (Αναπαυσάς), 34, Καλούσιος 1995 (Σύμμεικτα ιʹ), 88.
46 Βέης 1911 (σερβικά), 98–99.
47 «Στον τοίχο της οικίας του επισκόπου, απέναντι από τη νότια πλευρά του καθεδρικού ναού, αναγράφεται ότι το σπίτι αυτό χτίστηκε από τον επίσκοπο Σταγών Παΐσιο το 1791.» Ουσπένσκι 1896 (Ανατολή), 356. Η μετάφραση από τα ρωσικά (με τη βοήθεια AI και σχετικών λεξικών) είναι δική μας, καθώς δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά οι σελίδες αυτές από το έργο του Ρώσου περιηγητή.
48 Αναγνωστόπουλος 2018 (Θεοφάνης), 389.
49 Σοφιανός 1992 (Βησσαρίων), 185, 220.
50 Σοφιανός 1992 (Βησσαρίων), 184, Σοφιανός 1984 (Δούσικο), 13–14, Σοφιανός 1987 (Χατζη–Γεράσιμος) 29. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως το 1535, μετά την αποπεράτωση όλων των εργασιών (και των αγιογραφικών) στο καθολικό της μονής Δουσίκου, ο Θεοφάνης με τους γιους του βρέθηκε σε μονές του Αγίου Όρους. Τσιγαρίδας 2016 (Θεοφάνης), 11 κ.ε.
51 Ο οποίος είχε διαπιστώσει τις αγιογραφικές ικανότητες του Θεοφάνη, καθώς σε μια περιοδεία του στην Κύπρο (& Αίγυπτο, Παλαιστίνη και όρος Σινά) είχε δει αγιογραφίες του Θεοφάνη στην κυπριακή μονή του Αγίου Νεοφύτου του Ερημίτη. Constantoudaki–Kitromilides 2021 (Θεοφάνης), 197 & passim.
52 Υπενθυμίζουμε πως οι εργασίες ανέγερσης του Καθολικού στο Δούσικο ήταν εν εξελίξει, όταν ήρθε ο Θεοφάνης στις επισκοπικές περιφέρειες της Τρίκκης και των Σταγών.
53 Στις τρεις διαθήκες του αγίου Βησσαρίωνος δεν αναφέρεται τίποτα ξεκάθαρο για την αγιογράφηση του καθολικού του Δουσίκου, αν και κατά τη γνώμη μας οι φράσεις «ἱερὰ οὐ μωμητὰ ἐποιησάμην ἐν αὐτῷ (...) καὶ πᾶσαν ἄλλην κατασκευὴν ἐδαψιλευσάμην αὐτῷ» ίσως αναφέρονται στις αγιογραφικές εργασίες: «Καὶ συνελὼν φάναι, νέον αὐτὸν κατέστησα παράδεισον, καθὼς ὁρᾶται• μεθ' ὧν καὶ ἱερὰ οὐ μωμητὰ ἐποιησάμην ἐν αὐτῷ• καὶ βιβλία διάφορα κατεπλούτησα τοῦτον, καὶ πᾶσαν ἄλλην κατασκευὴν ἐδαψιλευσάμην αὐτῷ.» Σοφιανός 1992 (Βησσαρίων), 220.
54 Βαφειάδης 2019 (άδηλοι), 107–112, Βαφειάδης 2022 (Θεοφάνης), 282–287.
55 Βαφειάδης 2019 (τέχνη), 10.
56 Βεβαιωμένα προκλήθηκαν εξαιρετικές καταγεγραμμένες καταστροφές στο καθολικό του Δουσίκου αλλά και στον μητροπολιτικό ναό των Σταγών.
57 Αν και, όπως θα δούμε και στη μελέτη για τον Θεοφάνη που ετοιμάζουμε, ο σπουδαίος αγιογράφος επέστρεψε στους Σταγούς και τα Μετέωρα μετά από το Άγιο Όρος και δημιούργησε κάποια έργα, τα οποία λανθασμένα οι σχετικοί ερευνητές πιστεύουν πως είναι έργα τού 1527, ενώ είναι μεταγενέστερα.
58 Έχουμε επίγνωση ότι οι τρεις ως άνω προτάσεις που έχουμε καταθέσει (①πρόταση για τη σχέση τού καλαμπακιώτικου ναϋδρίου με τη μετεωρίτικη μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά, ②πρόταση για τη σχέση της μετεωρίτικης αυτής μονής με την αγιορείτικη μονή Αναπαυσίας και ③πρόταση για τον πραγματικό λόγο έλευσης του μέγιστου αγιογράφου Θεοφάνη Στρελίτζα Μπαθά στην περιοχή των μητροπόλεων Σταγών και Τρίκκης) δεν αποδεικνύονται ούτε τεκμηριώνονται επαρκώς με τα μέχρι στιγμής στοιχεία, όλα όμως τα δεδομένα που έχουμε καταδεικνύουν το βάσιμο των προτάσεων αυτών. Θα χρειαστεί οπωσδήποτε περαιτέρω έρευνα...
59 «Ἐν ἔτει ͵ζνβʹ ἔγινεν σεισμὸς μέγας εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὥστε ἐχάλασεν τὸ Ζιτούνι, τὴν Νέα Πάτρα καὶ τὴν Ναύπακτο• ἔπεσαν τὰ τείχη αὐτῶν ἐκ τοῦ σεισμοῦ τοῦ σφοδροῦ.» Σκουβαράς 1967 (Ολυμπιώτισσα), 371, Γουγουλάκη–Ζιώζια 1994 (σεισμολογικά), 415.
60 Παπαζάχος–Παπαζάχου 1989 (σεισμοί), 245.
61 Όπως αναγράφεται σε χοτζέτι τής 14ης Ιουνίου τού 1544 (21 Rabi' al-Awwal 951).
62 Γουγουλάκη–Ζιώζια 1994 (σεισμολογικά), 405.
63 Αλεξανδρόπουλος 1994 (Δούσικο), 110–111.
64 Αλεξανδρόπουλος 1994 (Δούσικο), 111–112.
65 Σωτηρίου 1929 (Κοιμήσεως), 305.
66 Συθιακάκη–Βογιατζής 2011 (Dormition), 206.
67 Που θα εκθέσουμε στη μελέτη μας για τον αγιογράφο Θεοφάνη Στρελίτζα Μπαθά ή σε ειδική για τον καθεδρικό ναό των Σταγών εργασία μας.
68 «Ἐν τῷ πρώτῳ θαλάμῳ τοῦ σκευοφυλακείου ἐντετείχισται ἐπιγραφὴ κεχαραγμένη ἐπὶ ὀπτῆς πλίνθου (ἧς τὸ μὲν ὕψος 0,26, τὸ δὲ πλάτος 0,23), ἀναφερομένη δὲ εἰς σεισμόν τινα: † ἐσείστη ἡ γῆς ἡμέρα Πέμπτη, μὴν Ἀπρίλης κδʹ, ἔτους ͵ζνβʹ [=1544].» Βέης 1909 (σύνταγμα), 599.
69 «Ἀφετέρου, ἰσχυρὸς σεισμὸς στὰ 1543/4 ἐπιφέρει σὲ αὐτὸ [στο καθολικό τού Μεγάλου Μετεώρου] σημαντικὲς φθορές.» Βαφειάδης–Βρυζίδης 2023 (κτίτορες), 91.
70 Πρόκειται μάλλον για τον σεισμό της 11ης Ιουλίου 1566 με έδρα το Καρπενίσι και μέγεθος 6,5 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ: «Ο σεισμός ήταν μέγας και φοβερότατος στα μέρη Λιτζάς και Αγράφων καθώς και του Ραδοβισδίου. Έπεσαν εκκλησίες και πολλά σπίτια και σκοτώθηκαν πολλοί.» Παπαζάχος–Παπαζάχου 1989 (σεισμοί), 246.
71 Γουγουλάκη–Ζιώζια 1994 (σεισμολογικά), 405, 415.
72 Με το Ιουλιανό Ημερολόγιο. Με το Γρηγοριανό: 6 Μαρτίου 1621, κι όχι 8 Μαρτίου, όπως ο Παπαϊωάννου 1992 (σεισμοί), 253, καθώς από 5 Οκτωβρίου 1582 μέχρι 28 Φεβρουαρίου 1700 προσθέτουμε 10 ημέρες κι όχι 13 για τη μετατροπή.
73 «Στις 24 του Φεβρουαρίου / 8 (sic) Μαρτίου τού 1621, ένας ισχυρός σεισμός έπληξε την περιοχή της Καλαμπάκας. Από μία ενθύμηση, σε κάποιο εκκλησιαστικό βιβλίο της μονής του Βαρλαάμ των Μετεώρων, το οποίο, το 1934, βρισκόταν στη βιβλιοθήκη του Ημιγυμνασίου του Τιρνάβου, πληροφορούμαστε ότι: "ἔγινεν καὶ σεισμός, ͵αχκαʹ, Φεβρουαρίου κδʹ, καὶ ἐκράτησε ὁ σεισμὸς ἕως τῆς κηʹ τοῦ Φεβρουαρίου, καὶ σείοταν τὴν ἡμέρα καὶ τὴν νύκτα." Ο σεισμός αυτός εκτιμάται ότι είχε μέγεθος 6,1 (sic) Ρίχτερ.» Παπαϊωάννου 1992 (σεισμοί), 253. «Στις 24 Φεβρουαρίου 1621 σημειώθηκε ισχυρός σεισμός στην περιοχή της Καλαμπάκας• οι μετασεισμικές του δονήσεις κράτησαν πέντε ημέρες.» Γουγουλάκη–Ζιώζια 1994 (σεισμολογικά), 406, 415.
74 Παπαζάχος–Παπαδημητρίου 1994 (σεισμοί), 377.
75 «Ψηλότερα, σχηματίζονται με κεραμίδια σταυρός και η χρονολογία ͵ζρλʹ (7130–5509/8=1621/22).» Παπαζήσης 1997 (Καλαμπάκα), 400.
76 Παπαζήσης 1996 (Τρίκαλα), 99, Σαμπανίκου 1997 (Ιεραρχών), 265.
77 Παπαζήσης 1997 (Καλαμπάκα), 342.
78 Σταυρούλα Σδρόλια, Οι Τοιχογραφίες του Καθολικού της μονής Πέτρας (1625) και η ζωγραφική των ναών των Αγράφων τον 17ο αιώνα, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Ιωάννινα 2000, σελ. 88 κ.ε. & passim, Vitaliotis 1998 (Saint-Etienne), 439–443.
79 Θεοτέκνη Β 2018 (πέτρινο δάσος), 299.
80 Σοφιανός 1990 (Αθανάσιος), 48, 49, 108, 140 (Βίος, § 21).
81 Σαμπανίκου, Σαμπανίκου 1997 (Ιεραρχών), 27 κ.ε., Σαμπανίκου 1996 (Ιεραρχών), 8 κ.ε.
82 Σαμπανίκου, Σαμπανίκου 1997 (Ιεραρχών), 10, Σαμπανίκου 1996 (Ιεραρχών), 30.
83 Στο παρεκκλήσι είναι φανερές «τρεις οικοδομικές φάσεις, οι οποίες διαπιστώνονται στην εξωτερική όψη της κόγχης του ιερού». Σαμπανίκου 1997 (Ιεραρχών), 31, 338, Σαμπανίκου 1996 (Ιεραρχών), 22–23, Νικονάνος 2009 (Μετέωρα), 61.
84 Βέβαια, από το 1617 ως το 1642 ηγούμενος της μονής Βαρλαάμ ήταν ο Πελοποννήσιος Νήφων (Βλαχοστέργιος 2011 (ηγούμενοι), 227, Σπανός Κ. 1993 (215β), 133, σελ. 3 της πρόθεσης). Ίσως για ένα διάστημα γύρω στο 1626/27 να ασκούσαν ηγουμενικά καθήκοντα οι Κύριλλος και Σέργιος ή να ήταν απλώς αντικαταστάτες του. (Στη βαρλααμίτικη πρόθεση 215 τού 1613 οι Κύριλλος και Σέργιος αναφέρονται απλώς ως ιερομόναχοι της μονής. Σπανός Κ. 1993 (215β), 132, σελ. 2 της πρόθεσης)
Υπάρχει βέβαια περίπτωση το «παλαιόν» παρεκκλήσι των Τριών Ιεραρχών να αποτελούσε μία, τρόπον τινά, αυτόνομη μονή με δικό της χωριστό ηγούμενο, όπως φαίνεται σε «λείψανον γράμματος (τοῦ ιδʹ τελευτῶντος αἰῶνος ἢ τοῦ ιεʹ ἀρχομένου) σχετικοῦ πρὸς τὴν μονὴν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν τῶν Μετεώρων (;)» (Βέης 1910 (έκθεση), 53). Η μονή αναφέρεται ακόμη και κάποια στιγμή ανάμεσα στα έτη 1634–1653 σε ζητεία των μετεωρίτικων μονών προς τον βοεβόδα της Μολδαβίας Vasile Lupu: «(Σφραγίς) Ὁ καθηγούμενος τῆς θείας καὶ ἱερᾶς μονῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν Ἰωάσαφ ἱερομόναχος, δοῦλος τῆς ἐκλαμπρότητός σου». (Βέης 1910 (έκθεση), 282). Βλ. & Θεοτέκνη Α ²2017 (ασκητήρια), 350.
Αν και γνώμη μας είναι πως η μονή αυτή των Τριών Ιεραρχών πρέπει να σχετίζεται με το μεγαλομετεωρίτικο μετόχι των Τριών Ιεραρχών στα Τρίκαλα, που η μοναχή Κοτεανίτζαινα είχε δωρίσει στη μονή Μεγάλου Μετεώρου. (Γουλούλης 1988 (ναοί), 311–312, Βέης 1911 (σερβικά), 83, Soloviev–Mošin ²1974 (diplomata), 254)
85 ͵ζρλεʹ / 7135–5509 (Σεπτέμβριος–Δεκέμβριος)=1626. ͵ζρλεʹ / 7135–5508 (Ιανουάριος–Αύγουστος)=1627. Και στις δύο περιπτώσεις αντιστοιχεί ιʹ ινδικτιώνα.
86 ͵ζρμεʹ / 7145–5509 (Σεπτέμβριος–Δεκέμβριος)=1636. ͵ζρμεʹ / 7145–5508 (Ιανουάριος–Αύγουστος)=1637. Και στις δύο περιπτώσεις αντιστοιχεί εʹ ινδικτιώνα.
87 «ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΝ ΠΑΡΑΚΚΛΗCΙΟΝ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ BACIΛEIOY ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ Κ(ΑΙ) ΙΩ(ΑΝΝΟΥ) TOY XPYCOCTOMOY ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑ[ΘΡΩΝ] / Κ(ΑΙ) ANICTOPIΘH, ΠΑΡΑ ΤΩΝ ΟCΙΟΤΑΤΩΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΩΝ Κ(ΑΙ) (ΜΟΝ)ΑΧ(ΩΝ) THC ΘEIAC Κ(ΑΙ) CEBACMI(AΣ) MONHC ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝΤΟC ΚΥΡΩ ΚΥΡΙΛΛΟΥ Κ(ΑΙ) CΕΡΓΙ[ΟΥ] [ΤΩΝ] / ΙΕΡΟ(ΜΟΝ)ΑΧ(ΩΝ) Κ(ΑΙ) ΑΥΤΑΔΕΛΦΩΝ ΕΤΕΙ ΖΡΛΕ :- ICTOPIΘH ΔΕ Κ(ΑΙ) ΔΙΑ XEIPOC ΚΑΜΟΥ ΤΟΥ ΑΜΑΡΤΟΛΟΥ ΙΩ(ΑΝΝΟΥ) IEPE(ΩC) ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ ΖΡΜΕ: ΙΝ(ΔΙΚΤΙΩΝΟC) Ιʹ / ΕΚ ΧΩΡΑC CΤΑΓΩΝ:-» Σαμπανίκου 1997 (Ιεραρχών), 32, Σαμπανίκου 1996 (Ιεραρχών), 12. Η ιʹ ινδικτιώνα αντιστοιχεί στο έτος ανέγερσης (1626/27) κι όχι στο έτος αγιογράφησης (1636/37), στο οποίο αντιστοιχεί η εʹ ινδικτιώνα.
88 Αυτό το όνομα διάβασε ο μελετητής Γεώργιος Σωτηρίου.
89 Από τη φράση αυτή (μιλάει για πολλά τέκνα, αλλά αναφέρει ένα) φοβόμαστε μήπως υπάρχουν κι άλλες παραναγνώσεις στην επιγραφή του άμβωνα, όπως την παραδίδει ο Σωτηρίου, καθώς σήμερα δεν σώζεται. Άλλωστε και σε άλλη περίπτωση έχουμε διαπιστώσει παρανάγνωση του Σωτηρίου που παρέσυρε πολλούς μελετητές και συνεχίζει μέχρι σήμερα να τους παρασέρνει, αναφέροντας τον ανύπαρκτο αγιογράφο Δημήτριο Καλονίτη αντί για τον Δημήτριο Ζούκη τον Καλαρίτη! Βλ. Βλιώρας ²2022 (Παΐσιος), 43 κ.ε., Βλιώρας ²2024 (κοτζάμπασης), 31 & passim.
90 ͵ζρμθʹ / 7149–5509 (Σεπτέμβριος–Δεκέμβριος)=1640• ͵ζρμθʹ / 7149–5508 (Ιανουάριος–Αύγουστος)=1641. Και στις δύο περιπτώσεις αντιστοιχεί ινδικτιώνα θʹ.
91 Σωτηρίου 1929 (Κοιμήσεως), 304, Σωτηρίου 1992 (Κοιμήσεως), 55.
92 Συθιακάκη–Βογιατζής 2011 (Dormition), 217.
93 Άλλοι σπόνδυλοι του ίδιου κίονα έχουν τοποθετηθεί ως βάση της Αγίας Τράπεζας στα καλαμπακιώτικα ναΰδρια αγίων Νικολάου και Αντωνίου και Αγίων Πάντων.
94 Βλιώρας ²2019 (Αθανάσιος), 24–27, Βλιώρας ¹2019 (Αθανάσιος), 43–44.
95 Και όχι παλαιοχριστιανικό, καθώς παλαιοχριστιανική φάση ποτέ δεν υπήρξε στον ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαμπάκας, σύμφωνα με τους Συθιακάκη–Βογιατζή 2011 (Dormition), 215 & passim.
96 Μουτσόπουλος 1977 (λεύκωμα), 230, Παπαζήσης 1997 (Καλαμπάκα), 54.
97 ͵ζρκθʹ / 7129–5509 (Σεπτέμβριος–Δεκέμβριος)=1620. ͵ζρκθʹ / 7129–5508 (Ιανουάριος–Αύγουστος)=1621. Και στις δύο περιπτώσεις η ινδικτιώνα είναι η δʹ.
98 «(...) ἀρχιερατεύοντος τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Σταγῶν κυροῦ Ἀβραάμ (...)» Παπαζήσης 1997 (Καλαμπάκα), 387.
99 «Ἀπόθανεν ὁ πρώην Σταγῶν κὺρ Δανιήλ, Δεκεμβρίου 11, καὶ ἔγινεν ἀντ' αὐτοῦ ὁ νῦν Σταγῶν κὺρ Δανιήλ, Ἰανουαρίου 5.» Σοφιανός 1986 (χειρόγραφα γʹ–Στεφάνου), 114 (Κώδικας 43, φύλλο 2β, τού 1631). Γουγουλάκη–Ζιώζια 1993 (ιστορικά), 257.
100 «1687. Ἔκαμε παραίτησι ὁ πρώην Σταγῶν κὺρ Δανιὴλ καὶ ἔγινεν ὁ ἅγιος Σταγῶν κὺρ Ἀρσένιος, Ἀπριλίου 12.» Γουγουλάκη–Ζιώζια 1993 (ιστορικά), 257, Σοφιανός 1986 (χειρόγραφα γʹ–Στεφάνου), 113 (Κώδικας 43, φύλλο 2α, τού 1631).
101 Αυτολεξεί γράφει τα εξής: «†Δέεcιc του δού|λου τοῦ Θ(εο)ῦ. Θεο|τόκηc. κ(αι) μετά | τῆc cιμβίου αὐτοῦ | Κουμποῦλος. κ(αι) | τον τέκνον αὐτοῦ | Ἀγοραστός | ἔτους ΖῳΡῳκθ». Παπαζήσης 1997 (Καλαμπάκα), 56.
102 «Οι τοιχοποιίες από λιθοδομή εμφανίζονται από νωρίς ενισχυμένες με ξύλινα στοιχεία, όπως λόγου χάρη στη Βασιλική της Κρήτης και στον Σκάρκο της Ίου, της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Αρχικά πρόκειται για οριζόντιες ξυλοδεσιές, οι οποίες δημιουργούν μέσα στην άκαμπτη μάζα της λιθοδομής ελαστικά διαζώματα που απορροφούν κατακόρυφες φορτίσεις, ενώ χάρη στη μεγάλη αντοχή του ξύλου σε εφελκυσμό μπορούν να παραλάβουν μεγάλες παραμορφώσεις και να συγκρατήσουν τη μάζα της λιθοδομής σε έκτακτες καταπονήσεις. Το σύστημα αυτό εξελίχθηκε εντυπωσιακά κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού —τη λαμπρή αυτή περίοδο του προϊστορικού κόσμου—, είναι δε σαφές ότι στόχευε σε μεγάλο βαθμό στην αντισεισμική θωράκιση των οικοδομών. Η συνειδητή αντισεισμική λειτουργία της ξυλοδεσιάς φαίνεται από τον τρόπο σύνδεσης όλων των ξύλινων στοιχείων με εντορμίες.» Παλυβού 2005 (οικοδομική), 94.
103 «Η οριζόντια ξυλοδεσιά συμβάλλει επίσης στη σύνδεση των επιμέρους στοιχείων της οικοδομής, εξασφαλίζοντας την ομαλή συνεργασία τους που είναι αναγκαία και καθοριστική στην περίπτωση έκτακτης καταπόνησης, όπως αυτή που προκύπτει από σεισμικές δονήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κατασκευαστές φρόντισαν ιδιαίτερα την αποτελεσματική λειτουργία της ξυλοδεσιάς ως συνδετικού στοιχείου με τις επιμελημένες συνδέσεις των ξύλων σ' όλες τις διασταυρώσεις —ιδιαίτερα μεταξύ ξυλοδεσιάς και κάσας— καθώς και με την ασφάλιση των ξύλων πάνω στους λαξευτούς λιθόπλινθους με το σύστημα γόμφων–τόρμων.» Παλυβού 1988 (Θήρα), 71.